χρωμολιθογραφία

χρωμολιθογραφία
η, Ν
1. η τέχνη τής έγχρωμης εκτύπωσης εικόνων που έχουν χαραχτεί σε λίθινες πλάκες
2. έγχρωμη λιθογραφία, λιθογραφημένη εικόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromolithographie (< χρώμα + λιθογραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρωμολιθογραφία — η έγχρωμη λιθογραφία, εκτύπωση χρωματιστών εντύπων από λιθογραφικές πλάκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρωμολιθογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωμολιθογραφία («χρωμολιθογραφική εκτύπωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromolithographique < chromolithographie (βλ. λ. χρωμολιθογραφία)] …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • λιθογραφία — Τεχνική αναπαραγωγής σχεδίων ή κειμένων σε φύλλα χαρτιού. Το σχέδιο εκτελείται με ειδική μελάνη ή λιπαρό μολύβι (λιθογραφικό μολύβι) στην επιφάνεια μίας παχιάς λειασμένης πλάκας από σκληρό και ομοιογενή ασβεστόλιθο. Οι βασικές μέθοδοι λ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • λιθοχρωμία — η έγχρωμη λιθογραφία, αλλ. χρωμολιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + χρωμία (< χρωμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • χρωμολιθογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρωμολιθογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”